- μηχανοποίημα
- μηχανοποίημα, τὸ (Α) [μηχανοποιώ]μηχανικό κατασκεύασμα, μηχανή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανοποιήμασι — μηχανοποίημα mechanical construction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)